ἀμφοτεροδύναμος

ἀμφοτεροδύναμος
ἀμφοτεροδύναμος
with power for good or ill
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμφοτεροδύναμος — ἀμφοτεροδύναμος, ον (Α) (για τον Δία) αυτός που έχει διττή δύναμη, για το καλό ή το κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + δύναμος < δύναμις] …   Dictionary of Greek

  • αμφότεροι — ες, α (ΑΜ ἀμφότεροι, αι, α και σπάνια στον ενικό –ος, α, ον) και οι δύο, και ο ένας και ο άλλος (κατά τους ελληνιστικούς χρόνους έλαβε τη σημασία «όλοι μαζί» αρχ. (στον εν.) 1. καθένας, έκαστος 2. αυτός που μετέχει και στους δύο 3. (το ουδ. στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”